-
1 λοχάω
A lie in wait for, waylay,Τηλέμαχον λοχόωντες 16.369
, cf. 4.847;ἦ μέν μιν λοχόωσι 13.425
;τὸν δὲ.. οἴκαδ' ἰόντα λοχῶσιν 14.181
;αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι 4.670
;ἐλόχησαν τὰς γυναῖκας Hdt.6.138
;σε.. λοχῶσιν.. Ἐρινύες S.Ant. 1075
.2 abs., lie in wait, ambush,ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι Il.18.520
;λοχᾷ ἐπὶ δένδρεον ἀναβάς Hdt.4.22
;πρὸς δόμοις λοχᾷς ἐμοῖς E.El. 225
;πρὸς τοῖσι βωμοῖς Pherecr.141
: but mostly in [tense] aor. part. with another Verb,ὄφρα.. σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας Od.22.53
;λοχήσαντες τὴν νέα εἷλον Hdt.6.87
, cf. 37;λοχήσας.. πολλοὺς διέφθειρεν Th.1.65
, cf. 3.94:—[voice] Med.,λοχησάμενος Od.4.388
, 463;ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος 13.268
; later also λοχώμενος, λελοχημένος, in ambush, A.R.1.991, 3.7.3 c. acc. loci, occupy with an ambuscade,ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδόν Hdt.5.121
.4 metaph., οἷον λοχῶντες τὴν πρὸς Ῥωμαίους φιλίαν laying a trap of friendship for them, Plb.3.40.6.—Rare in good [dialect] Att. (v. Th. ll. cc.), but freq. in late Prose, as Plb. l. c., D.H.2.55, al., Plu.Ant.46:—[voice] Pass., Epicur.Nat.15.22, J.BJ3.6.2:—[voice] Med. only in [dialect] Ep.
См. также в других словарях:
λοχώ — (I) λοχώ, ἡ (Α) λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμ ώ, μορφ ώ)]. (II) λοχῶ, άω (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω… … Dictionary of Greek